καθήκον

καθήκον
Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν κοινωνικές σχέσεις ζωτικής σημασίας, όπως για παράδειγμα είναι οι διάφορες αρχές που διέπουν τις σχέσεις εργασίας. Υπό στενότερη και επιτακτικότερη έννοια, η λέξη απαντά σε σχέσεις που επιβάλλουν έναν συγκεκριμένο ρόλο σε πρόσωπα ή κοινωνικές ομάδες· για παράδειγμα, το κ. του συζύγου, του επιστήμονα, του δημόσιου λειτουργού κλπ. Η έννοια του κ. εμπεριέχει το στοιχείο της προσφοράς και της προσωπικής θυσίας· γι’ αυτό διακρίνεται από την εθιμοτυπία ή το συμφέρον, που επίσης επιβάλλουν ορισμένη συμπεριφορά, αλλά με διαφορετικό αιτιολογικό και για διαφορετικό σκοπό. (Νομ.) Ο όρος κ. χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις όπου οι κανόνες του δικαίου επιβάλλουν στα πρόσωπα να πράξουν κάτι ή να απέχουν από μια πράξη. Η νομική ορολογία διακρίνει τα κ. σε απόλυτα και σε σχετικά. Τα πρώτα επιβάλλονται από την πολιτεία στα άτομα και δεν αντιστοιχούν σε δικαιώματα άλλων ατόμων. Τέτοια είναι, για παράδειγμα, τα δημόσια κ. (φορολογικά, στρατιωτικά κλπ.) ή εκείνα που προκύπτουν από την ποινική νομοθεσία, η μη τήρηση των οποίων συνεπάγεται κυρώσεις που επιβάλλονται από την πολιτεία ανεξάρτητα από την τυχόν βλάβη σε άλλα πρόσωπα. Τα δεύτερα προκύπτουν από συγκεκριμένες αξιώσεις τρίτων προσώπων σε ορισμένη συμπεριφορά, με διαφορετικές κατά περίπτωση επιπτώσεις. Τα σχετικά κ. προκύπτουν από το ιδιωτικό δίκαιο και τείνουν στην εξυπηρέτηση του ιδιωτικού συμφέροντος. Υπάρχουν ωστόσο και άλλες διακρίσεις κ., όπως εκείνα που ένα πρόσωπο αναλαμβάνει με τη θέλησή του ή στα πλαίσια των διαφόρων συναλλαγών της κοινωνικής ή επαγγελματικής ζωής του, καθώς και εκείνα που είναι ανεξάρτητα από τη θέληση των προσώπων και θεσπίζονται από κανόνες επιτακτικού ή αναγκαστικού δικαίου, ανεξάρτητα από το αν προέρχονται από το δημόσιο ή το ιδιωτικό δίκαιο. Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκουν όλα τα κ. που επιβάλλει το ποινικό δίκαιο και οι γενικοί κανόνες του δημοσίου δικαίου. Υπάρχουν όμως και πολλά κ. του ιδιωτικού δικαίου, ιδίως οικογενειακά, αλλά και άλλα, όπως του εκτελεστή διαθήκης, του εκκαθαριστή σωματείου, του φύλακα υποθηκών κλπ. Η έννοια του κ. είναι αμφισβητήσιμη, ιδιαίτερα ως προς τα στοιχεία που τη συγκροτούν. Πολλοί επιστήμονες, ιδίως Άγγλοι και Αμερικανοί, θεωρούν αναγκαίο στοιχείο την επιτακτικότητα, που εκφράζεται με τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων στην περίπτωση της παραβίασής του. Άλλοι δέχονται την έννοια του κ. ακόμα και όταν αποκλείονται οι κυρώσεις στην περίπτωση παράβασής τους, γενικεύοντάς την ακόμα περισσότερο και ταυτίζοντάς τη με την έννοια της ηθικής. Νομικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, το λεγόμενο γενικό πολιτικό κ., που δεν αφορά μόνο τα στενά όρια που προβλέπονται από το δημόσιο δίκαιο για τα νόμιμα κ. των κρατικών λειτουργών ή άλλες συγκεκριμένες ευθύνες των πολιτών αλλά και τη γενική κατάσταση υπακοής στους νόμους της πολιτείας που επιβαρύνει κάθε πολίτη. Πρόκειται για ηθικό κ. που διαφέρει από τα άλλα, γιατί καθορίζεται έμμεσα από τη θέληση άλλων προσώπων, που έχουν την εξουσία να νομοθετούν. Στην ουσία πρόκειται για κ. υπακοής στην κυρίαρχη πολιτική αρχή. (Φιλοσ.) Τα κ. είναι οι κανόνες συμπεριφοράς που συνεπάγεται μια ορισμένη κατάσταση (π.χ. τα κ. του πολίτη). Η ιδέα του ηθικού νόμου ως υποχρεωτικού απαντά ήδη στον Πλάτωνα (Κρίτων), συνδεδεμένη με την ιδέα ενός εσωτερικού χρέους, στην περιγραφή της προσωπικότητας του Σωκράτη (Απολογία). Ωστόσο, ο στωικισμός καθόρισε την έννοια του κ. κατά την κλασική εποχή, ταυτίζοντάς τη με την ευπρέπεια και με τη λογική τάξη. Στωικής έμπνευσης είναι και η περί κ. αντίληψη του Κικέρωνα στο De οfflciis. Στη χριστιανική φιλοσοφία το ευαγγελικό κήρυγμα θεωρεί θεμελιώδες κ. την αγάπη, από την οποία πηγάζουν όλα τα άλλα κ. Ο Αυγουστίνος αναφέρει ότι ο Θεός είναι ο σκοπός στον οποίο τείνουν όλα τα κ.· η ηθική υποχρέωση εκφράζεται κατά πρώτον στον θείο νόμο με την Αποκάλυψη. Κατά τον Θωμά Ακινάτη ο νόμος της φύσης είναι η διάνοια που εμφύσησε ο Θεός στον άνθρωπο, χάρη στην οποία αυτός μαθαίνει τι πρέπει να πράττει και τι όχι. Όσον αφορά τη νεότερη εποχή, ο Λοκ τοποθετεί ανάμεσα στις πηγές του κ. τον θείο νόμο και μαζί με αυτόν τον αστικό νόμο και τον νόμο της κοινής γνώμης, δηλαδή το έθιμο (Δοκίμιο περί της ανθρώπινης νόησης, 1690). Ο Χιουμ στο Αρχικό συμβόλαιο και στα Ηθικά και πολιτικά δοκίμια (1742) διακρίνει τα κ. τα οποία υπαγορεύονται από ένα φυσικό και άμεσο ένστικτο (αγάπη, ευγνωμοσύνη κλπ.) από εκείνα που, αντίθετα, δημιουργούνται από κοινωνική ανάγκη (δικαιοσύνη, πολιτική υπακοή κλπ.). Ο φιλόσοφος, στη συνέχεια, ανάγει τις αρχές της ηθικής στο κριτήριο της ωφελιμότητας (Έρευνα επί των αρχών της ηθικής, 1751) και δίνει στο ίδιο το κ. ωφελιμιστική ερμηνεία, την οποία επανέλαβε και τόνισε αργότερα ο Μπένθαμ. Ο Καντ, αντιτιθέμενος προς τις ωφελιμιστικές ερμηνείες, υποστηρίζει αντίθετα τον απόλυτο χαρακτήρα του ηθικού νόμου και επομένως του κ. Η αρχή της ευδαιμονίας (και επομένως της ωφελιμότητας) μπορεί να προσφέρει ατομικούς νόμους –σύμφωνα με τους οποίους ο όρος θεωρείται από το υποκείμενο πως ισχύει μόνο για τη θέλησή του– αλλά όχι καθολικούς νόμους, των οποίων οι όροι θεωρούνται ότι ισχύουν για κάθε λογικό ov. Γι’ αυτό η αρχή της ωφελιμότητας δεν μπορεί να θεωρηθεί θεμέλιο του κ. Η σχέση της θέλησης με τον ηθικό νόμο, ο οποίος θέτει απόλυτες επιταγές, είναι σχέση εξάρτησης και αποτελεί γι’ αυτό υποχρέωση, δηλαδή εξαναγκασμό προς μια πράξη η οποία ονομάζεται κ. Την τυπικότητα της καντιανής έννοιας του κ. επέκρινε αργότερα ο Χέγκελ καθορίζοντας συγκεκριμένα τα κ. στον χώρο της ηθικής αντικειμενικότητας (Gründlinien der Phihlsophie des Reihts oder Naturrecht und Staatswissenschaft im Grundrisse, 1821). Ο ορισμός όμως του Καντ υποστηρίχθηκε και στη σύγχρονη φιλοσοφία από συγγραφείς όπως οι Κοέν, Ζίμελ, Ρίκερτ και Νικολάι Χάρτμαν, ενώ η ωφελιμιστική αντίληψη βρήκε απήχηση στους υπέρμαχους του θετικισμού (ειδικότερα τους Στιούαρτ Μιλ και Σπένσερ). Ωστόσο, τον προσδιορισμό της ηθικής υποχρέωσης ερεύνησαν και τα μεταγενέστερα κοινωνιολογικά ρεύματα (Λεβί-Μπριλ, Ντιρκέμ, Βέστερμαρκ). Πρέπει να αναφερθεί, τέλος, η θέση του Μπερξόν, ο οποίος στην ηθική του κ. αντιτάσσει την ηθική της ανοιχτής κοινωνίας ως ηθική της αγάπης, και η θέση του Κρότσε (Φιλοσοφία της πρακτικής), που υποβάλλει σε κριτική τον αφηρημένο χαρακτήρα των καθαρά τυπικών ορισμών του κ. Το καθήκον του επιστήμονα εμπεριέχει το στοιχείο της προσφοράς (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το (AM καθῆκον)
1. αυτό που αρμόζει στον καθένα, αυτό που αναλογεί στον κάθε άνθρωπο
2. ό,τι επιβάλλεται σε καθέναν να πράττει από τον θείο ή ανθρώπινο νόμο, την ηθική ή την ευγένεια, χρέος, ηθική υποχρέωση, ηθική επιταγή («είχε καθήκον να υποστηρίξει την πατρίδα του» β. «ποιεῑν τὸ καθῆκον», Μεν.)
νεοελλ.
1. κάθε υποχρέωση που επιβάλλεται από την πολιτεία στους πολίτες («είναι καθήκον σου να πας στον στρατό»)
2. (φιλοσ.) υποχρέωση τού ατόμου να πραγματοποιεί το αγαθό που απορρέει όχι από μια τυφλή εσωτερική αναγκαιότητα αλλά από την ελεύθερη βούληση του και εκτελείται με ευσυνειδησία και υπεύθυνη ελευθερία
3. φρ. α) «αναλαμβάνω τα καθήκοντά μου» — αναλαμβάνω την υπηρεσία που μού ανατέθηκε
β) «σύγκρουση καθηκόντων» — η περίπτωση κατά την οποία η εκτέλεση ενός καθήκοντος συνεπάγεται την παράβαση άλλου
γ) «παράβαση καθήκοντος» — η παράβαση ή παράλειψη εκτελέσεως από δημόσιο υπάλληλο τού καθήκοντος που τού έχει επιβληθεί από την πολιτεία
δ) «υπέρβαση καθηκόντων» — αντιποίηση αλλότριας εξουσίας εκ μέρους δημόσιου υπαλλήλου ή δημόσιας υπηρεσίας
αρχ.
1. στον πληθ. τὰ καθήκοντα
α) οι παρούσες περιστάσεις, η παρούσα κατάσταση τών πραγμάτων, η λύση που επιβάλλεται από τις παρούσες συνθήκες
β) οι ηθικές υποχρεώσεις
γ) η οφειλόμενη απότιση, η πληρωμή
2. φρ. «Περί τού καθήκοντος» — τίτλος έργου τού Ζήνωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τής μτχ. ενεστ. καθ-ήκων τού ρ. καθ-ήκω «αρμόζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καθήκον — το ό,τι πρέπει να πράττει κάποιος για να είναι εντάξει απέναντι Θεού και ανθρώπων, χρέος, υποχρέωση: Οι καλοί άνθρωποι κάνουν πάντα το καθήκον τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθῆκον — καθήκω come imperf ind act 3rd pl καθήκω come imperf ind act 1st sg καθήκω come pres part act masc voc sg καθήκω come pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • De officiis — Titelblatt einer Ausgabe von De officiis aus dem Jahre 1560 von Christopher Froschouer. De officiis (lat.: Von den Pflichten oder Vom pflichtgemäßen Handeln) ist ein philosophisches Spätwerk Marcus Tullius Ciceros. Es wurde im Jahr 44 v. Chr.… …   Deutsch Wikipedia

  • Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …   Dictionary of Greek

  • Βολτέρος — (François Marie Arouet de Voltaire, Παρίσι 1694 – 1778). Εξελληνισμένο όνομα του Γάλλου φιλόσοφου και συγγραφέα Φρανσουά Μαρί Αρουέ ντε Βολτέρ. Ο Β. υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του Διαφωτισμού. Λαμπρός μαχητής του λόγου, έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”